τραπεζάκι

τραπεζάκι
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ.) του νομού Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δίστρατου.
* * *
το, Ν [τραπέζι]
1. υποκορ. μικρό τραπέζι
2. στρογγυλό, συνήθως, τραπέζι που χρησιμοποιείται σε πνευματιστικές συγκεντρώσεις
3. συνεκδ. πνευματιστική συγκέντρωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τραπεζάκι — το 1. μικρό τραπέζι. 2. μικρό τραπέζι στις πνευματιστικές συνεδριάσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τηλία — η, ΝΑ, και δωρ. τ. σηλία και σαλία, Α νεοελλ. πάγκος, τεζάκι υπαίθριου μικροπωλητή αρχ. 1. τραπεζάκι ή σανίδα με περιφέρεια που προεξέχει ώστε να μην πέφτουν το αλεύρι ή τα ζυμαρικά 2. τραπέζι για να παίζουν κύβους, ζάρια 3. τραπέζι ή μικρή… …   Dictionary of Greek

  • τραπέζιο — Τετράπλευρο με παράλληλες τις δύο απέναντι πλευρές. Οι δύο αυτές πλευρές ονομάζονται βάσεις και η μεταξύ τους απόσταση ύψος του τ. Όταν η μία από τις δύο μη παράλληλες πλευρές είναι κάθετη προς τις βάσεις, το τ. λέγεται ορθογώνιο· αν οι πλάγιες… …   Dictionary of Greek

  • τραπεζείον — τὸ, Α [τράπεζα] μικρό τραπέζι, τραπεζάκι …   Dictionary of Greek

  • Μπαλζάκ, Ονορέ ντε- — (Honore de Balzac, Τουρ 1799 – Παρίσι 1850). Γάλλος μυθιστοριογράφος. Ένα τεράστιο σώμα, ένα κεφάλι μεγάλο, πόδια πολύ μικρά, χέρια πολύ κοντά: αυτός ο γιγάντιος και άμορφος άνθρωπος έγραψε, μέσα σε είκοσι χρόνια, κάπου ενενήντα μυθιστορήματα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”