τραπεζάκι — το 1. μικρό τραπέζι. 2. μικρό τραπέζι στις πνευματιστικές συνεδριάσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τηλία — η, ΝΑ, και δωρ. τ. σηλία και σαλία, Α νεοελλ. πάγκος, τεζάκι υπαίθριου μικροπωλητή αρχ. 1. τραπεζάκι ή σανίδα με περιφέρεια που προεξέχει ώστε να μην πέφτουν το αλεύρι ή τα ζυμαρικά 2. τραπέζι για να παίζουν κύβους, ζάρια 3. τραπέζι ή μικρή… … Dictionary of Greek
τραπέζιο — Τετράπλευρο με παράλληλες τις δύο απέναντι πλευρές. Οι δύο αυτές πλευρές ονομάζονται βάσεις και η μεταξύ τους απόσταση ύψος του τ. Όταν η μία από τις δύο μη παράλληλες πλευρές είναι κάθετη προς τις βάσεις, το τ. λέγεται ορθογώνιο· αν οι πλάγιες… … Dictionary of Greek
τραπεζείον — τὸ, Α [τράπεζα] μικρό τραπέζι, τραπεζάκι … Dictionary of Greek
Μπαλζάκ, Ονορέ ντε- — (Honore de Balzac, Τουρ 1799 – Παρίσι 1850). Γάλλος μυθιστοριογράφος. Ένα τεράστιο σώμα, ένα κεφάλι μεγάλο, πόδια πολύ μικρά, χέρια πολύ κοντά: αυτός ο γιγάντιος και άμορφος άνθρωπος έγραψε, μέσα σε είκοσι χρόνια, κάπου ενενήντα μυθιστορήματα,… … Dictionary of Greek